ειδοτως

ειδοτως
    εἰδότως
    1) со знанием дела
    

(διεξιέναι περὴ τοῦ πράγματος Aeschin.)

    2) сознательно
    

(οὐ εἰ. μὲν λέγεσθαι, ὀρθῶς δέ Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ειδοτως" в других словарях:

  • εἰδότως — knowingly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειδότως — (AM εἰδότως) επίρρ. με τέλεια γνώση, επιστημονικά …   Dictionary of Greek

  • παρακολουθητικός — ή, όν, Α [παρακολουθώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρακολούθηση ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για παρακολούθηση, δηλ. για κατανόηση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρακολουθητική η επαφή ενός ρήτορα με το ακροατήριό του. επίρρ...… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»